- ἰσάγγελοι
- ἰσάγγελοςlike an angelmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισάγγελος — ο (Α ἰσάγγελος, ον) ίσος, όμοιος με τους αγγέλους («ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῡ Θεοῡ», ΚΔ). επίρρ... ἰσαγγέλως (Μ) σαν άγγελος, ομοια με άγγελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἄγγελος] … Dictionary of Greek